- υποπεττευμα
- ὑποπέττευμα-ατος τό предполож. прелесть, очарование
(μειλίγματα καὴ ὑποπεττεύματα Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(μειλίγματα καὴ ὑποπεττεύματα Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
υποπέττευμα — εύματος, τὸ, Α πιθ. εξαπάτηση, παραπλάνηση. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < ὑπ(ο) * + πέττευμα / πέσσευμα «το παιχνίδι τών πεσσών»] … Dictionary of Greek
ὑποπεττεύματα — ὑποπέττευμα beguilement neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)